-
1 μέταλλο(ν)
το прям., перен. металл;έγχρωμα (σπάνια) μέταλλα — цветные (редкие) металлы;
πολύτιμα ( — или ευγενή) μέταλλο(ν) — благородные металлы;
έχει μέταλλο(ν) η φωνή του — у него чистый, звонкий голос (о певце)
-
2 μέταλλο(ν)
το прям., перен. металл;έγχρωμα (σπάνια) μέταλλα — цветные (редкие) металлы;
πολύτιμα ( — или ευγενή) μέταλλο(ν) — благородные металлы;
έχει μέταλλο(ν) η φωνή του — у него чистый, звонкий голос (о певце)
См. также в других словарях:
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική … Dictionary of Greek
μαστιγοφόρα ή μαστιγωτά — Ομοταξία πρωτοζώων, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία ενός ή περισσότερων μαστιγίων ως οργανίδια κίνησης, τουλάχιστον σε κάποιο στάδιο της ζωής τους. Τα μ. θεωρούνται τα πιο πρωτόγονα από όλες τις ομάδες των πρωτοζώων. Αποτελούν έναν σύνδεσμο… … Dictionary of Greek